Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τζίλλο Ποντεκόρβο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τζίλλο Ποντεκόρβο
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Gillo Pontecorvo (Ιταλικά)
Γέννηση19  Νοεμβρίου 1919[1][2][3]
Πίζα[4]
Θάνατος12  Οκτωβρίου 2006[5][1][2]
Ρώμη[6]
Αιτία θανάτουκαρδιακή ανεπάρκεια
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΚάμπο Βεράνο[7]
ΨευδώνυμοGillo Pontecorvo
Χώρα πολιτογράφησηςΙταλία (1946–2006)
Βασίλειο της Ιταλίας (1919–1946)
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙταλικά[2]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασκηνοθέτης κινηματογράφου
ηθοποιός
σεναριογράφος
συνθέτης
σκηνοθέτης[8]
παραγωγός ταινιών
Αξιοσημείωτο έργοΗ μάχη της Αλγερίας
Kapò
Ogro
Περίοδος ακμής1953
Οικογένεια
ΤέκναΜάρκο Ποντεκόρβο
ΑδέλφιαΓκουίντο Ποντεκόρβο
Μπρούνο Ποντεκόρβο
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΙππότης του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος της τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Τζίλλο Ποντεκόρβο (ιταλ. Gillo Pontecorvo, 19 Νοεμβρίου 191912 Οκτωβρίου 2006) ήταν Ιταλός σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Το γνωστότερο έργο του είναι η ταινία Η μάχη της Αλγερίας (La Battaglia di Algeri, 1966), που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Μια άλλη ταινία του είναι το Burn! (Queimada, 1969) με πρωταγωνιστή τον Μάρλον Μπράντο.

Ο Ποντεκόρβο ήταν επίσης σεναριογράφος και συνθέτης μουσικής ταινιών. Υπήρξε στενός φίλος του μετέπειτα Προέδρου της Ιταλίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο.

Οικογένεια και σπουδές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζίλλο Ποντεκόρβο γεννήθηκε στην Πίζα και ήταν ένα από τα οκτώ τέκνα μιας πλούσιας οικογένειας Ιταλοεβραίων, καθώς ο πατέρας του είχε τρία εργοστάσια υφαντουργίας που απασχολούσαν συνολικά πάνω από χίλιους εργαζόμενους. Αδελφοί του Τζίλλο ήταν ο Μπρούνο Ποντεκόρβο, σημαντικός πυρηνικός φυσικός που εγκαταστάθηκε το 1950 στη Σοβιετική Ένωση, ο γενετιστής Γκουίντο Ποντεκόρβο και ο μηχανικός Πόλι (Πάολο, εργάσθηκε στη βελτίωση του ραντάρ), ενώ είχε και τρεις αδελφές.

Ο Τζίλλο σπούδασε χημεία στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, αλλά το εγκατέλειψε σύντομα. Εκεί για πρώτη φορά γνώρισε μια μορφή αντιπολιτεύσεως στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, ερχόμενος σε επαφή με αριστεριστές φοιτητές και καθηγητές. Το 1938, αντιμέτωπος με τον αυξανόμενο αντισημιτισμό, ακολούθησε τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Μπρούνο, εγκαθιστάμενος στο Παρίσι, όπου βρήκε μια εργασία στη δημοσιογραφία και ως δάσκαλος του τένις. Επίσης, έγινε μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως εξάλλου και οι αδελφές του Τζουλιάνα και Λάουρα, και ο Μπρούνο.

Στο Παρίσι ο Τζίλλο εισήλθε για πρώτη φορά και στον χώρο του κινηματογράφου, αρχίζοντας ως βοηθός του Γιόρις Ίβενς, Ολλανδού πρωτοπόρου δημιουργού ντοκιμαντέρ και γνωστού μαρξιστή, αλλά και του Γάλλου σκηνοθέτη Υβ Αλεγκρέ. Εκτός αυτών ο Ποντεκόρβο γνώρισε καλλιτέχνες σε άλλα πεδία, οι οποίοι διεύρυναν την οπτική του, όπως τον ζωγράφο Πάμπλο Πικάσο και τον συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι. Επίσης γνώρισε τον πολιτικό φιλόσοφο Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Συγκινήθηκε όταν πολλοί από τους φίλους του στο Παρίσι έφυγαν για να πολεμήσουν στο πλευρό των Δημοκρατικών στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς ο γερμανικός στρατός πλησίαζε στο Παρίσι, οι Μπρούνο και Τζίλλο, μαζί με τον Σαλβαδόρ Λούρια, διέφυγαν από την πόλη με ποδήλατα. Το 1941 ο Τζίλλο Ποντεκόρβο πήγε στη βόρεια Ιταλία με το ψευδώνυμο «Μπαρνάμπα», προκειμένου να βοηθήσει στην οργάνωση αντιφασιστικών ομάδων ανταρτών, έχοντας γίνει μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή του αντιστασιακού κινήματος στο Μιλάνο από το 1943 έως το 1945. Ωστόσο παραιτήθηκε από το Κομμουνιστικό κόμμα μετά την εισβολή των Σοβιετικών στην Ουγγαρία το 1956. Χαρακτηριστική των μετέπειτα ιδεών του Ποντεκόρβο είναι η εξής δήλωσή του σε συνέντευξή του το 1983 στον Guardian: «Δεν είμαι τελείως επαναστάτης. Είμαι απλά ένας άνθρωπος της Αριστεράς, όπως πάμπολλοι άλλοι Ιταλοεβραίοι».[9]

Μεταπολεμικώς ο Ποντεκόρβο απεφάσισε οριστικά να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία για χάρη του κινηματογράφου, όταν παρακολούθησε την ταινία του Ρομπέρτο Ροσσελλίνι Αυτοί που έμειναν ζωντανοί (Paisà, 1946). Αγόρασε μια κάμερα 16 χιλιοστών και γύρισε αρκετά ντοκιμαντέρ, κυρίως με δικούς του πόρους, με πρώτο το Missione Timiriazev το 1953. Η πρώτη του σκηνοθεσία σε ταινία μεγάλου μήκους με υπόθεση ήταν ένα μέρος της σπονδυλωτής ταινίας Die Windrose (1957).

Το 1957 σκηνοθέτησε και την πρώτη ολόδική του ταινία μεγάλου μήκους, τη La grande strada azzurra (= «Ο μεγάλος γαλάζιος δρόμος») με πρωταγωνιστή τον Υβ Μοντάν, που προαναγγέλλει το μεταγενέστερο, ώριμο στιλ του. Περιγράφει τη ζωή ενός ψαρά και της οικογένειάς του σε ένα μικρό νησί. Η ταινία κέρδισε βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κάρλοβι Βάρι. Ο Ποντεκόρβο δαπανούσε αρκετούς μήνες, κάποτε και χρόνια, ερευνώντας το υλικό για τις ταινίες του, ώστε να δίνει με ακρίβεια τις κοινωνικές καταστάσεις που περιέγραφε. Τα επόμενα έτη σκηνοθέτησε την ταινία Σκλάβοι χωρίς αλυσίδες (Kapo, 1960), ένα δράμα σε ένα ναζιστικό στρατόπεδο εξοντώσεως. Το 1961 ήταν ο Ιταλός υποψήφιος για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας με αυτή την ταινία[10], η οποία κέρδισε δύο άλλα βραβεία: ένα Νάστρο ντ' Αρτζέντο β΄ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της Ντ. Περέγκο και ένα βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μαρ ντελ Πλάτα για την ερμηνεία της Σούζαν Στράσμπεργκ.

Η μάχη της Αλγερίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γνωστότερο έργο του Ποντεκόρβο είναι Η μάχη της Αλγερίας (La battaglia di Algeri, 1966). Θεωρείται από πολλούς ως μία από τις καλύτερες ταινίες του είδους της. Η νεορεαλιστική του απεικόνιση της αλγερινής αντιστάσεως κατά τον Πόλεμο της Αλγερίας εμπίπτει στο ύφος των Ιταλών σκηνοθετών Τζουζέππε ντε Σάντις και Ρομπέρτο Ροσσελλίνι. Το έργο περιέχει αρκετές «ντοκιμαντερίστικες» σκηνές στο ύφος των κινηματογραφικών επικαίρων της εποχής. Παίζουν σε αυτό ερασιτέχνες ηθοποιοί εκτός από έναν. Ο Ποντεκόρβο εστιάζει κυρίως στους ντόπιους Αλγερινούς, ενώ η ταινία αποτελεί συμπαραγωγή με μια αλγερινή κινηματογραφική εταιρεία. Η άποψη του σκηνοθέτη είναι ξεκάθαρα αντιιμπεριαλιστική. Αργότερα ο ίδιος περιέγραψε το έργο ως έναν «ύμνο... προς τιμή των ανθρώπων που πρέπει να παλαίψουν για την ανεξαρτησία τους, όχι μόνο στην Αλγερία, αλλά παντού στον Τρίτο Κόσμο» και προσέθεσε: «η γένεση ενός έθνους συμβαίνει με πόνο κι από τις δύο πλευρές, αν και η μία πλευρά έχει έναν σκοπό, ενώ η άλλη όχι».

Η μάχη της Αλγερίας σημείωσε μεγάλη επιτυχία και είχε μεγάλη επίδραση. Προβλήθηκε εκτεταμένα στις ΗΠΑ, όπου κέρδισε και μερικά βραβεία. Πήρε υποψηφιότητες για τρία Βραβεία «Όσκαρ», καλύτερης ξένης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου (το οποίο έγραψε ο Ποντεκόρβο μαζί με τον Φράνκο Σολίνας). Η ταινία χρησιμοποιήθηκε ως εκπαιδευτικό υλικό από καθηγητές σε στρατιωτικές σχολές και κυβερνητικούς συμβούλους στρατηγικής για το πώς να αντιμετωπίζεται η αντιστασιακή δράση ανταρτών, αλλά και από επαναστατικές ομάδες. Υπήρξε και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής στην Αλγερία, καθώς παρέχει μια «λαϊκή μνήμη» του αγώνα για την ανεξαρτησία από τη Γαλλία. Το ντοκιμαντερίστικο στιλ και η χρήση ερασιτεχνών ηθοποιών άσκησαν μεγάλη επίδραση σε μερικούς μεταγενέστερους δημιουργούς.

Μετά τη Μάχη της Αλγερίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άλλο μείζον έργο του σκηνοθέτη είναι το Queimada! (αγγλικός τίτλος Burn!, 1969) με πρωταγωνιστή τον Μάρλον Μπράντο, που επίσης ασχολείται με μια εξέγερση, τούτη τη φορά μια φανταστική εξέγερση δούλων σε μια αποικία στις Μικρές Αντίλλες. Ο Ποντεκόρβο συνέχισε τις έντονα πολιτικοποιημένες ταινίες του με το Ogro (1979), που έχει ως θέμα την τρομοκρατία των Βάσκων προς το τέλος του καθεστώτος του Φράνκο στην Ισπανία. Συνέχισε επίσης το γύρισμα ταινιών μικρού μήκους μέχρι τη δεκαετία του 1990 και σκηνοθέτησε ένα ντοκιμαντέρ-συνέχεια της The Battle of Algiers υπό τον τίτλο Ritorno ad Algeri (= «Επιστροφή στο Αλγέρι», 1992). Το 1992 ο Ποντεκόρβο αντικατέστησε τον Γκουλιέλμο Μπιράγκι στη θέση του διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και ήταν υπεύθυνος για τα φεστιβάλ του 1992, 1993 και 1994. Εξάλλου το 1991 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στο 41ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου.[11]

Γενικώς ο Ποντεκόρβο σκηνοθετούσε μια ταινία κάθε περίπου οκτώ ή εννέα έτη. Σε συνέντευξή του το 1991, όταν ερωτήθηκε γιατί είχε σκηνοθετήσει τόσο λίγες ταινίες, απάντησε ότι μπορούσε να δημιουργήσει μόνο μια ταινία την οποία ερωτευόταν, και ότι είχε απορρίψει πολλές ταινίες.

Ο Τζίλλο Ποντεκόρβο πέθανε στη Ρώμη από καρδιακή ανεπάρκεια σε ηλικία 86 ετών.[12]

  • Missione Timiriazev (1953, ντοκιμαντέρ)[13]
  • Porta Portese (1954, ντοκιμαντέρ)
  • Festa a Castelluccio (1954, ντοκιμαντέρ)
  • Uomini del marmo (1955, ντοκιμαντέρ)
  • Giovanna (1955, μικρού μήκους)
  • Cani dietro le sbarre (1955, ντοκιμαντέρ)
  • Die Windrose (1957, το τμήμα με τον τίτλο «Τζοβάννα»)
  • Ο μεγάλος γαλάζιος δρόμος (La grande strada azzurra, 1957)
  • Pane e zolfo (1959, ντοκιμαντέρ)
  • Σκλάβοι χωρίς αλυσίδες (Kapò, 1959)
  • Gli uomini del lago (1959, ντοκιμαντέρ)
  • Paras (1963, ντοκιμαντέρ)
  • Η μάχη της Αλγερίας (La Battaglia di Algeri, 1966)
  • Burn! (Queimada, 1969)
  • Ogro (1979)
  • Addio a Enrico Berliguer (1984, ντοκιμαντέρ)
  • 12 registi per 12 città (1989, το τμήμα με τον τίτλο «Udine»)
  • Gillo Pontecorvo's Return to Algiers (1992, ντοκιμαντέρ)
  • Danza della fata confetto (1996, μικρού μήκους)
  • Nostalgia di protezione (1997, μικρού μήκους, περιλαμβάνεται και στο I corti italiani)
  • Un altro mondo è possibile (2001, ντοκιμαντέρ)
  • Firenze, il nostro domani (2003, ντοκιμαντέρ)


  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 13948477k. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 (Αγγλικά) SNAC. w6f613cg. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10  Δεκεμβρίου 2014.
  5. news.bbc.co.uk/1/hi/entertainment/6046602.stm.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  7. 7,0 7,1 (Αγγλικά) Find A Grave. 16158778.
  8. (Αγγλικά) www.acmi.net.au. creators/28178.
  9. Αναφέρεται στο «Rethinking Nordic Colonialism: A Postcolonial Exhibition Project in Five Acts», 2006, Kuratorisk Aktion for NIFCA, Nordic Institute for Contemporary Art
  10. «The 33rd Academy Awards (1961) Nominees and Winners». oscars.org. Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2011. 
  11. «Berlinale: 1991 Juries». berlinale.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαΐου 2005. Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2011. 
  12. Peary, Gerald. «Talking with Gillo Pontecorvo». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2021. 
  13. Thompson, Bordwell, Kristin, David (2010). Film History: An Introduction, Third Edition. Νέα Υόρκη: McGraw Hill. 

Επιλεγμένη βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]